- επίκυρτος
- -η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) [κυρτός]κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος1. φυσόστομος ιχθύς τής οικογένειας τών σαλμωνιδών2. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών δασκυλλιδώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτονη κυρτότητα, η καμπούρα.
Dictionary of Greek. 2013.