επίκυρτος

επίκυρτος
-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) [κυρτός]
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς τής οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκυρτος — arched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίκυρτος — ἐπίκυρτος , ἐπίκυρτος arched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκυρτον — ἐπίκυρτος arched masc/fem acc sg ἐπίκυρτος arched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκυφος — ἐπίκυφος, ον (Α) επίκυρτος, λίγο σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυφός «καμπουρωτός»] …   Dictionary of Greek

  • επικυρτώνω — (AM ἐπικυρτῶ, όω) [επίκυρτος] κάνω κάτι να κλίνει ελαφρά προς τα εμπρός …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”